φιλοκνώσιος

φιλοκνώσιος
ὁ, Α
αυτός που τρέφει φιλικά αισθήματα για τους Κνωσίους τής Κρήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Κνώσιος (< Κνωσός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”